- μοναχώς
- μοναχῶς (ΑΜ)1. κατά έναν μόνο τρόπο2. με ομοιόμορφο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. μοναχῇ, μοναχοῦ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοναχῶς — μοναχός unique adverbial μοναχόω make single pres ind act 2nd sg (doric) μοναχῶς in one way only indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… … Dictionary of Greek
μυριαχώς — μυριαχῶς (Μ) επίρρ. με αναρίθμητους τρόπους («Λαοδικεῑς μυριαχῶς ἐκάκωσεν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + επιρρμ. κατάλ. αχώς (πρβλ. μοναχῶς)] … Dictionary of Greek
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
ολιγαχώς — ὀλιγαχῶς (Μ) επίρρ. με λίγους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ὀλίγος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. μοναχώς) + επιρρμ. κατάλ. ῶς] … Dictionary of Greek
ՄԻԱՅՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0268 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c, 13c մ. μοναχῶς, μοναδικῶς unice, singulariter, in unitate, vel solitudine. Միայնակ. առանձնաբար. պարզապէս. եզականապէս. *Ոչ սեռ եւ ոչ տեսակ պարզաբար ասին, այս ինքն ո՛չ միայնաբար, այլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)